- Ἔχεθ'
- Ἔχετε , Ἔχετοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔχεθ' — ἔχετε , ἔχω check pres imperat act 2nd pl ἔχετε , ἔχω check pres ind act 2nd pl ἔχεται , ἔχω check pres ind mp 3rd sg ἔχετο , ἔχω check imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἔχετε , ἔχω check imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek